κερτόμιος

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερτόμιος Medium diacritics: κερτόμιος Low diacritics: κερτόμιος Capitals: ΚΕΡΤΟΜΙΟΣ
Transliteration A: kertómios Transliteration B: kertomios Transliteration C: kertomios Beta Code: kerto/mios

English (LSJ)

( κερτόμεος EM102.46), ον,

   A mocking, taunting, κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Od.24.240; Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν Il.5.419; simply κερτομίοισι Δία προσηύδα 1.539, cf. Od.9.474; κ. ὀργαῖς S.Ant. 956 (lyr.); ἐν κ. γλώσσαις ib.962 (lyr.). (Perh. for (ς) κερ-στομος, cf. σκέραφος, κέραφος.)

German (Pape)

[Seite 1425] ον, neckend, spottend, = κέρτομος; κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Od. 24, 239, κερτομίοις ἐπέεσσιν Δία ἐρέθιζον Il. 5, 419; ohne ἔπος, κερτομίοισι Δία προσηύδα 1, 539, vgl. Od. 20, 177; κερτομίοις γλώσσαις, ὀργαῖς, Soph. Ant. 946. 951.

Greek (Liddell-Scott)

κερτόμιος: (ἢ κερτόμεος, Μέγ. Ἐτυμολ. 102. 46), καὶ κέρτομος, ον· ― κεντῶν τὴν καρδίαν, «πειρακτικός», λοίδορος, κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Ὀδ. Ω. 240· Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν Ἰλ. Ε. 419· ὡσαύτως ἁπλῶς, κερτομίοισι προσαυδᾶν Α. 539, Ὀδ. Ι. 474 (ὡς εἰ τὰ κερτόμια ἦν οὐσιαστ.)· κέρτομα βάζειν Ἡσύχ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 786· κερτομίοις ὀργαῖς Σοφ. Ἀντ. 956· ἐν κερτομίοις γλώσσαις αὐτόθι 961· χοροὶ κέρτομοι, ὑβριστικοί, Ἡρόδ. 5. 83 (πρβλ. τωθασμός). ΙΙ. σκωπτικοί, ἀπατηλοί, παῖδα... κέρτομον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 338· κέρτομος χαρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 1125· χάριτας κερτόμους ὁ αὐτὸς ἐν «Μελανίππῃ» 29 (Ἀποσπ.)· κέρτομος ἁρμονία, ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 7. 191. ― Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ. 7. 72. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κέαρ, τέμνω· πρβλ. δακέθυμος· Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τοὺς τύπους τούτους εἰς √ΚΕΡΤ συγγενῆ τῇ √ΚΕΡ (κείρω), καὶ παραβάλλει τὰ Σανσκρ. kart- arî, kart-aris (Λατ. cult-er), kr.t-yakâ (βασανίστρια).