μυλλαίνω
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
(μυλλός A)
A distort the mouth, make mouths or mock at, Phot. s.v. σιλλαίνει. μυλλάς, άδος, ἡ, (μύλλω) prostitute, Id. (μυλάς cod.), Suid. (v.l. μυλάς). μυλλάω, = μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch. μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.
German (Pape)
[Seite 217] den Mund, die Lippen (μύλλος) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μυλλαίνω: (μυλλὸς) στραβώνω τὸ στόμα, κάμνω μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ σιλλαίνω, Φώτ. ἐν λ. σιλλαίνω· πρβλ. μύλλω.