πολυωρέω
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
(ὤρα)
A treat with much care, c. gen., Supp.Epigr.2.257.12 (Delph., iii B.C.), PCair.Zen.38.23 (iii B.C.), D.L.6.9: Dor. aor. ἐπολυώρη'ε IG4.497.8 (Mycenae, ii B.C.): later c.acc., πεπολυωρηκότες τὴν Ὀλυμπιάδα having observed her carefully, D.S.18.65; ὑπέρ τινων PCair.Zen.462.10 (iii B.C.): abs., Test. ap. Aeschin.1.50, Corn.ND1; esteem highly, Carneisc.Herc.1027.16:—Pass., Aen.Tact.22.17; ὑπό τινος Arist.Rh.1378b34; πεπολυωρῆσθαι to have been cared for, PCair. Zen. 50 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 678] Ggstz von ὀλιγωρέω, viel od. sehr achten, Sorge wofür tragen; absol., Aesch. 1, 50; τινά, Ath. V, 211 a; – auch pass., πολυωρεῖσθαι ὑπό τινος, von Einem hoch geachtet werden, Arist. rhet. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πολυωρέω: (ὥρα) ἐκτιμῶ πολύ, φροντίζω πολύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγωρέω· τινα Διογ. Λ. 6. 9, πρβλ. Διόδ. 18. 65· ἀπολ., παρ’ Αἰσχίν. 8. 5. ― Παθ., πολυωροῦμαι ὑπό τινος, λίαν τιμῶμαι, ἐκτιμῶμαι ὑπό τινος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυωρεῖ· πολλὴν φροντίδα ποιεῖται. ἐναντίον δέ ἐστι τὸ ὀλιγωρεῖν, ὀλίγον φροντίζειν. διὸ καὶ τὸν ὀλίγωρον ἀμελῆ λέγουσιν».