κίνυμαι
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
[ῑ],
A = κινέομαι (only in pres. and impf.), go, move, Il.10.280, Od.10.556; ἐς πόλεμον . . κίνυντο φάλαγγες they marched... Il. 4.281, cf. 332, etc.; τοῦ καὶ κινυμένοιο as it was stirred... 14.173, cf. A.R.1.1308; of dancing, AP5.128 (Autom.).
German (Pape)
[Seite 1441] = κινέομαι, nur praes. u. impf., sich bewegen; κίνυντο φάλαγγες Il. 4, 332, öfter in dieser Vrbdg; οὐδέ σε λήθω κινύμενος 10, 280; ἔλαιον κινύμενον, umgeschütteltes Oel, 14, 173; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1308. 2, 1078; Automed. 3 (V, 129).
Greek (Liddell-Scott)
κίνῠμαι: ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, καθώς ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.