ᾤα

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾤα Medium diacritics: ᾤα Low diacritics: ωα Capitals: ΩΑ
Transliteration A: ṓia Transliteration B: ōa Transliteration C: oa Beta Code: w)/|a

English (LSJ)

(A), ἡ,

   A = μηλωτή, sheepskin, Hermipp.57 (anap.), cf. Poll.10.181, Hsch.; στέγασμα, εἴ τι βόλεστε, ἀποπέμψαι ἢ ὤας ἢ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς SIG1259 (Athens, iv B. C.).    2 garment of this material, a sort of drawers or apron, used by bathers, περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Theopomp.Com.37; ᾤαν λούμενος (Bentl. for λουμένῳ) προζώννυται Pherecr.62; worn at certain sacred rites, Hermipp.53 (anap.).    II = ὄα (B).1, border or fringe of a garment, = τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου, Ar. ap. Lex.Mess. p.411 (σὺν τῷ ῑ, but Phot. and Eust. cite (Fr.228) the same play for ὀαὶ τῶν ἱματίων) ; τὴν ᾤαν τοῦ ἐνδύματος LXXPs.132(133).2, cf. Gal.18(1).776, dub. cj. in Aen.Tact.31.23 (bis); ᾤαν ἔχον κύκλῳ τοῦ περιστομίου, ἔργον ὑφάντου, ἵνα μὴ ῥαγῇ LXXEx.28.28, cf. 36.31; Eust. speaks of the χρυσῆ ᾤα of Odysseus, 1828.53.    2 generally, edge, ἐς τὰν ἄνω ὠίαν τᾶς πέτρας GDI5075.59 (Crete); ἡ ὤα τοῦ ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον Longus 1.4; τὰν βωίαν (i. e. ϝωίαν) Ὀρυκόππαν GDI5024A24 (Crete); στεφάνυσι [δέ] ἑκατ' ὤιαν ἐκόσμιον summit, dub. in Corinn.Supp.1.26.—Gramm. vary in spelling, ὄα Poll.7.62, Hdn.Gr.2.271; ὄα and ᾤα Hsch.; ᾦα Theognost.Can.106; ὦα Eust. (v. supr.), quoting Ael.Dion.Fr.266 (whose lexicon gave both ὄα and ᾦα) and an anonymous lexicon which gave ὀαὶ ἱματίων (ὀξυτόνως καὶ συνεσταλμένως, = Ar.Fr.228): SIG1259 (v. supr.) is by a half-educated writer: Eust. considers ᾤα to be contr. from οἰέη or ὀΐα, 877.53, 1828.51.

German (Pape)

[Seite 1406] ἡ, auch ὤα geschrieben, von ὄϊς, – 1) ein Schaaffell mit der Wolle, ein Schaafpelz; Pherecrat. u. Theopomp. com. bei Poll. 10, 181, der erkl. τὸ δέρμα, ᾡ ὑποζώννυνται αἱ γυναῖκες λουόμεναι ἢ οἱ λούοντες αὐτάς, ᾤαν λουτρίδα ἔξεστι καλεῖν. Auch ein Soldatenpelz, Hermipp. ibid. – 2) der obere, auch der untere Rand eines Kleides, der Saum, wahrscheinlich weil er ursprünglich gew. einen Vorstoß von Schaaffell hatte, ὄφρα κεν ᾤην δεύοι ἐφελκομένην ἁλὸς ὕδωρ Mosch. 2, 123, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ᾤα: ἀσυναίρ. ὠία (ἴδε κατωτ.), ἡ, (ὄϊς) δορὰ προβάτου μετὰ τῶν ἐρίων, = μηλωτή, · νικᾷ δ’ ᾤα λιθίνην μάκτραν Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 4, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 181, Ἡσύχ., κ. ἀλλ. 2) περίβλημα ἢ περίζωμά τι, ὅπερ ὑπεζωννύοντο οἱ λουόμενοι, ὡς τὸ νῦν Τουρκ. «πεστιμάλι», περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παισὶ· 2· ᾤαν λούμενος (οὕτως ὁ Bonll. ἀντὶ λουμένῳ) προζώννυται Φερεκράτης ἐν «Ἰπνῷ» 7· ὡσαύτως δέ, φαίνεται, καὶ κατά τινας ἱερὰς τελετάς, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 6. ΙΙ. = ὄα, (Β) Ι, παρυφή, λῶμα ἱματίου, «οὔγια», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΛΒ΄, 2)· παρ’ Εὐστ. μνημονεύεται χρυσῆ ᾦα (διὰ τοῦ ῳ) τοῦ Ὀδυσσέως, 1828. 53, πρβλ. λῶμα. 2) καθόλου, ἄκρα, ἐς τὴν ἐπάνω ὠίαν τὰς πέτρας Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 126· τοῦ ἄντρου Λόγγος 1. 4. ― Οἱ Γραμμ. μεγάλως διαφέρουσιν ἐν τῇ γραφῇ τῆς λέξεως ταύτης: ὄα Πολυδ. Ζ’, 13, Ἀρκάδ. 100· ὄα καὶ ᾤα Ἡσύχ.· ᾤα Θεογνώστου Κανόν. 106 ᾦα Εὐστάθ. (ἴδε ἀνωτ.)· ― ὁ Εὐστ. νομίζει ὅτι εἶναι συνῃρημ. ἐκ τοῦ οἰέη, ἢ ὀΐα, 877. 33., 4828. 51.