ἀργία
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀεργία, want of employment, πεσσοὺς κύβους τε, τερπνὸν ἀργίας ἄκος S.Fr.479.4; νεύρων καὶ ἄρθρων Hp.Mochl.23; τοῦ καλοῦ Hierocl.in CA19p.461M.; ψυχῆς ἀργίη Democr.212; idleness, laziness, E.HF592; νόμος περὶ τῆς ἀργίας against those who would not work, D.57.32; γραφὴ ἀργίας AB310, cf. Plu.Sol.17,31: in pl., Isoc. 7.44. b quietism, E.Med.296. 2 in good sense, rest, leisure, τῶν οἰκείων ἔργων from... Pl.Lg.761a (pl.), LXX Wi.13.13, etc. 3 in pl., holidays, Arr.Epict.4.8.33, = feriae or justitium, App.BC1.56, PPetr.3: sg., of the Sabbath, LXXIs.1.14. 4 lapse of cultivation, Thphr.CP4.5.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργία: ἡ, = ἀεργία, ἔλλειψις ἐργασίας ἢ χρήσεως, ἀχρηστία, Σοφ. Ἀποσπ. 380, Ἱππ. Μοχλ. 854· ἀπραξία, ἀπραγμοσύνη, χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας Εὐρ. Μήδ. 297, Ἡρ. Μ. 592· νόμος ἀργίας, κατὰ τῶν φυγοπόνων, ἀργίας νόμος, ᾧ ἔνοχοι οἱ μὴ ἐργαζόμενοι Δημ. 1308. 19· γραφὴ ἀργίας Ἀριστ. Ἀποσπ. 381, πρβλ. Πλουτ. Σόλ. 17. 31· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 148D. 2) ἐπὶ καλῆς σημ., ἀνάπαυσις, σχολή, τῶν οἰκείων ἔργων Πλάτ. Νόμ. 761A· 3) κατὰ πληθ. πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Λατ. feriae, ἑορτάσιμοι ἡμέραι, διακοπαί, κτλ., ὡς τὰ παιδία τὸν τρυγητὸν ἢ τὰς ἀργίας, «τουτέστι τὰς τῶν μαθητῶν συνήθεις διακοπὰς» (σημ. Κοραῆ), Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 33, Ἀππ. Ἐμφ. 1. 56.