ἀπραγμοσύνη

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπραγμοσύνη Medium diacritics: ἀπραγμοσύνη Low diacritics: απραγμοσύνη Capitals: ΑΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: apragmosýnē Transliteration B: apragmosynē Transliteration C: apragmosyni Beta Code: a)pragmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,
A freedom from politics, love of a quiet life, Ar.Nu.1007, X.Mem.3.11.16; of states, Th.1.32; ἡ Νικίου τῶν λόγων ἀ. Id.6.18.
2 = ἀτέλεια λειτουργιῶν, SIG876.8 (Smyrna), Poll. 8.156.
II love of ease, easiness of temper, Th.2.63,D.21.141.
III inexperience, POxy.71 ii 16(iv A. D.).
IV name of a weed which grew ἐν Ἀκαδημίᾳ, Ar.Byz. ap. Sch.Ar.Nu.1007.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
I en cont. neg.
1 abstención de la vida pública ὁ Σωκράτης ἐπισκώπτων τὴν αὑτοῦ ἀπραγμοσύνην X.Mem.3.11.16, ἡ Νικίου τῶν λόγων ἀ. Th.6.18, cf. 1.32, ἀλλὰ ἀπραγμοσύνης ἐρῶν ἐκεῖ οἰκῆσαι Philostr.VA 7.25.
2 descuido, indolencia, desidia εἴ τις ... ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται Th.2.63, οἵτινες ἂν διὰ τὴν αὑτῶν ἀπραγμοσύνην ἄκοντές τι τῶν γεγραμμένων παραβῶσιν D.58.24, ἀσχολία καὶ ἀ. D.21.141, ἐκ τῆς ἀπραγμοσύνης φύεται πράγματα Alciphr.2.26.2, cf. Poll.6.134.
II en cont. posit. tranquilidad, ocio μίλακος ὄζων καὶ ἀπραγμοσύνης Ar.Nu.1007, τὴν ... ἡσυχίαν καὶ τὴν ἀ. ἀγαπῶν Isoc.15.151, ἀπραγμοσύνῃ, ᾗ πρότερον συνέζων οἱ ἄνθρωποι I.AI 1.61, τὸ τερπνὸν τῆς ἀπραγμοσύνης la satisfacción de una política de paz D.C.8.1, de la vida monástica, Chrys.Sac.6.7.35, de las vírgenes, Chrys.M.61.160, cf. M.58.569
frec. en pap. discreción, carácter tranquilo καταφρονῶν ἡμῶν τῆς ἀπραγμοσύνης POxy.2410.4 (II d.C.), cf. PRyl.659.8 (IV d.C.), SB 9622.19 (IV d.C.), PAnt.36.13 (IV d.C.)
de ahí inexperiencia en los negocios περιφρονοῦντές μου τῆς ἀπραγμοσύνης POxy.71.2.16 (IV d.C.), cf. BGU 340.22 (II d.C.), Gr.Naz.Ep.14.
III exención de las liturgias, SIG 876.8 (Esmirna II d.C.), ἀτέλεια, ἀπραγμοσύνη, ἄνεσις Poll.8.156.
IV una planta silvestre Ar.Byz. en Sch.Ar.Nu.1007.

German (Pape)

[Seite 337] ἡ, Unthätigkeit, Thuc. 1, 32 u. öfter; bes. das Freisein von Staatsgeschäften, otium, Luc. Nigr. 14. Bei Dem. 21, 141 neben ἀσχολία, Scheu vor Processen, Friedensliebe. – Im schlimmen Sinne Trägheit, Müßiggang, Xen. Mem. 3, 11, 16. Vgl. Ar. Nubb. 994.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
inaction, inertie ; le fait de ne pas participer à la vie politique de la cité (le contraire de πολυπραγμοσύνη).
Étymologie: ἀπράγμων.

Russian (Dvoretsky)

ἀπραγμοσύνη:
1 бездеятельность, бездействие Thuc., Arph., Plut.: ἡ Νικίου τῶν λόγων ἀ. Thuc. бездействие, которое советует в своих речах Никий;
2 незанятость, праздность, безделье, Thuc., Xen., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπραγμοσύνη: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ ἀπράγμονος, ἀπομάκρυνσις ἀπὸ πολιτικῶν πραγμάτων, ἀγάπη ἡσύχου βίου, Λατ. otium, Ἀριστοφ. Νεφ. 1007, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 16· οὕτως ἐπὶ τῶν πολιτειῶν, αἵτινες δὲν ἀναμιγνύονται εἰς ξένας πολιτικὰς ὑποθέσεις, Θουκ. 1. 32· ἡ Νικίου τῶν λόγων ἀπρ. ὁ αὐτ. 6. 18. 2) = ἀτέλεια λειτουργιῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3. 178, 8, πρβλ. Πολυδ. 8. 156. ΙΙ. ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀπράγμονος, ἤτοι ἀγάπη πρὸς τὴν σωματικὴν καὶ πνευματικὴν ἡσυχίαν, Θουκ. 2. 63, Δημ. 560. 22. πρβλ. ἀπράγμων.

Greek Monolingual

η (AM ἀπραγμοσύνη)
νεοελλ.
αδράνεια, νωθρότητα
αρχ.-μσν.
απομάκρυνση από κοσμικές φροντίδες, ήρεμη πνευματική ζωή
αρχ.
1. απομάκρυνση, αποχή από τα πολιτικά
2. έλλειψη πείρας.

Greek Monotonic

ἀπραγμοσύνη: ἡ, απομάκρυνση από τα πολιτικά πράγματα ή άλλες ενασχολήσεις, αγάπη για την ήρεμη ζωή, για την ησυχία, νωχέλεια, αδράνεια, Λατ. otium, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για τις πολιτείες που δεν αναμειγνύονται σε ξένες πολιτικές υποθέσεις, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀπράγμων
freedom from politics and business (πράγματα), love of a quiet life, love of ease, supineness, Lat. otium, Ar., Xen.; of states that keep clear of foreign politics, Thuc.

English (Woodhouse)

aloofness, inactivity, freedom from business, peacefulness of disposition, quiet disposition

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

otii studium, devotion to leisure, 1.32.5, 2.63.2, 6.18.6, 6.18.7.