κύλα

From LSJ
Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλα Medium diacritics: κύλα Low diacritics: κύλα Capitals: ΚΥΛΑ
Transliteration A: kýla Transliteration B: kyla Transliteration C: kyla Beta Code: ku/la

English (LSJ)

ων, τά,

   A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44, cf. Hsch., Phot.:—also κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια,    2 sg., groove above upper eyelid, Ruf.Onom.21. (κῦλον Hdn.Gr.1.378; κοῖλα Suid., freq. as v.l., cf. Sch.Theoc.1.38; but κῠλ- in κυλοιδιάω.)

German (Pape)

[Seite 1528] τά (der singul. nur Poll. 2, 66; die Schreibart κοῖλα gründet sich nur auf die Etymologie von κοῖλος), u. κυλάδες, αἱ, nach den VLL. eigtl. die Vertiefung unter dem Auge, die unteren Augenlider, cilium. Vgl. κυλοιδιάω.

Greek (Liddell-Scott)

κύλα: -ων, τά, «τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μῆλα, τὰ ὑπώπια» Ἡσύχ., Σουΐδ., Φώτ.· ὡσαύτως κυλάδες, αἱ, Εὐστ. 1591. 18· καὶ κυλίδες, Πολυδ. Β΄, 66· ― τὰ ὑπεράνω μέρη καλοῦνται ἀνάκυλα ἢ ἐπικυλίδες, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἂν καὶ τὰ λεγόμενα ἐκεῖ εἶναι συγκεχυμένα)· ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καί: κύλλια· ὑπώπια μέλανα. (Πρβλ. Λατ. cilium, καὶ ἴδε ἐν λ. κύω.) ῠ ὡς ἐν τῷ Λατ. cilium, ἴδε κῠλοιδιάω· ὥστε μόνον ἡ ὁμοιότης τῆς σημασίας ἔκαμέ τινας νὰ γράψωσι κοῖλα, Ροῦφ. σ. 24, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 38, κτλ.