ἀέκητι
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
Ep. Adv.
A against one's will, c. gen., ἀ. σέθεν Od.3.213, 16.94; θεῶν ἀ., ἀ. θεῶν, Il.12.8, Od.4.504.
German (Pape)
[Seite 41] wider Willen, Hom. oft, θεῶν Od. 1, 79, σέθεν 3, 213, absol. 4, 665 ἐκ τόσσων δ' ἀέκητι νέος παῖς οἴχεται αὔτως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέκητι: ἢ ἀεκητί, Ἐπικ. ἐπίρρ. = ἐναντίον τῆς θελήσεως, συχν. παρ’ Ὁμ. μ. γεν. σεῦ ἀέκητι, ἀέκητι σέθεν, Λατ. te invito, Ὀδ. Π. 94., Γ. 213· θεῶν ἀέκητι, ἀέκητι θεῶν, Λατ. Diis non propitiis, Ἰλ. Μ. 8, Ὀδ. Δ. 504.