σοφιστεύω
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
A play the sophist, deal or argue as one, D.61.48, Arist.SE165a28, Epicur. Nat.14.6; occupy oneself with academic pursuits, Cic.Att.2.9.3, 9.9.1; practise the profession of sophist, Epicur.Fr.172. 2 give lectures, as the Sophists did, esp. in Rhetoric, Plu.Luc.22, Caes.3, etc.; ἐπ' ἀργυρίῳ Id.2.1047f: c. acc. cogn., σ. τὰ ῥητορικά lecture in rhetoric, Phld.Rh. 1.223 S., Str.13.1.66. II trans., devise artfully, τι Hld.6.9: also, conceal artfully, dissemble, τὸν ἔρωτα Id.1.10.
German (Pape)
[Seite 914] ein Sophist sein, S. Emp. adv. rhett. 18 Plut. Caes. 3; bes. als Rhetor, Dem. 24. – Auch = wie ein Sophist künstlich erfinden, Hel. 6, 9; auch = listig sich verstellen, schlau verstecken, ἔρωτα 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστεύω: φέρομαι ὡς σοφιστής, ἐνεργῶ ἢ συλλογίζομαι ὡς σοφιστής, Δημ. 1415 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 1, 7, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 9. 2) διδάσκω ὡς οἱ σοφισταί, μάλιστα τὴν ῥητορικήν, Πλουτ. Λούκουλλ. 22, Καῖσ. 3, κτλ.· ἐπ’ ἀργυρίῳ ὁ αὐτ. 2. 1047F· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. τὰ ῥητορικά, διδάσκω τὴν ῥητορικὴν ἐν πραγματείαις, Στράβ. 614. ΙΙ. μεταβ., ἐπινοῶ ἐντέχνως, τι Ἡλιόδ. 6. 9· ὡσαύτως, ἐντέχνως κρύπτω, ἀποκρύπτω, τὸν ἔρωτα ὁ ἀυτ. 1. 10. - Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.