σταθμάω

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμάω Medium diacritics: σταθμάω Low diacritics: σταθμάω Capitals: ΣΤΑΘΜΑΩ
Transliteration A: stathmáō Transliteration B: stathmaō Transliteration C: stathmao Beta Code: staqma/w

English (LSJ)

Ion. σταθμ-έω Hdt.2.150 (Med.), Hp.Nat.Puer.30 (Pass.): —

   A measure by rule (στάθμη) , πλέθρου σταθμήσας μῆκος εἰς εὐγωνίαν (sc. τὴν σκηνήν) E.Ion 1137; σ. τὸ ὕδωρ measure or weigh it, Ath.2.43b; certify as containing full measure, PTeb.5.86 (ii B.C.):—Pass., to be measured or weighed, σταθμεόμενα Hp. l.c., cf. LXX3 Ki.6.23: fut. Med. in pass. sense, ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται Ar.Ra.797: pf. Pass., ἐπὶ τρισὶν ἐστάθμηται Δελτωτὸν πλευρῇσιν Arat.234.    II more freq. in Med. σταθμάομαι, Ion. σταθμόομαι (q.v.), measure, σταθμᾶτο . . ἄλσος πατρί Pi.O.10(11).45; τὰς τράφας (i.e. τάφρους) ὀρύξει . . ὅπου ἂν σταθμήσωνται οἱ νεωποῖαι SIG963.28 (Amorgos, iv B.C.); calculate, estimate distance or size, without actual measurement, Hdt.2.150; σ. ὅκως ἐξελεύσεται . . Id.9.37; μετρεῖν ἢ σ. Pl.Lg.643c; σταθμήσασθαι τοὺς ἀστερίσκους Call.Iamb.1.119.    2 metaph., measure, estimate, τινι by some criterion, σ. ταῖς χάρισι Pl.Grg. 465d; [ταύτῃ τῇ στάθμῃ] Luc.Hist.Conscr.63: abs., conjecture, S.OT 1111.    3 attach weight to a thing, take it into account, τούτων τι σ. ὧν ὅδε λέγει Pl.Ly.205a; εἴ τι δεῖ σταθμᾶσθαι τοῦτο Thphr. HP9.4.9.

German (Pape)

[Seite 927] ion. σταθμέω, mit dem Richtscheit messen, abmessen; πλέθρου σταθμήσας μῆκος εἰς εὐγώνιον, Eur. Ion 1137; – gew. als dep. med. σταθμάομαι, σταθμᾶτο ἄλσος, Pind. Ol. 11, 45; σταθμεύμενοι, Her. 8, 130; auch abwägen, wägen, ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται, passiv., Ar. Ran. 796; μετρεῖν ἢ σταθμᾶσθαι, Plat. Legg. I, 643 c; Gewicht oder Werth auf Etwas legen, schätzen, Lys. 205 a. – Uebtr., erwägen, ermessen, beurtheilen, Her. σταθμ ησάμενος, ὅκως ἐξελεύσεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῦ ποδός, 9, 37; χρή τι κἀμὲ σταθμᾶσθαι, Soph. O. R. 1111. Auch = vermuthen, schließen aus einer Sache, πρήγματι σταθμήσασθαι, Her. 2, 2, vgl. 8, 130, u. s. σταθμόω.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμάω: μετρῶ διὰ τοῦ κανόνος (στάθμ), πλέθρου σταθμήσας μῆκος εἰς εὐγώνιον (ἐξυπακ. τὴν σκηνὴν) Εὐρ. Ἴων 1137· στ. τὸ ὕδωρ, μετρῶ ἢ ζυγίζω αὐτό, Ἀθήν. 43Β. ― Παθ., μετροῦμαι, ἐκτιμῶμαι, σταθμεόμενα Ἱππ. 246. 24· μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημ., ταλάντῳ μουσική σταθμήσεται Ἀριστοφ. Βάτρ. 797· ὑπερσ. παθητ., ἐπὶ τρισὶν ἐστάθμητο πλευρῇσιν Ἄρατ. 234, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 94. ΙΙ συνηθέστερον ὡς ἀποθετ. σταθμάομαι Σοφ., Πλάτ.· Ἰωνικ. σταθμόομαι (ὡς τὸ ἐσσόομαι ἀντὶ ἡττάομαι), ἴδε ἐν λέξ. σταθμόω· ― μετρῶ, καταμετρῶ, σταθμᾶτο ... ἄλσος πατρὶ Πινδ. Ο. 10 (11). 53· ― ὡσαύτως, ὑπολογίζω, ἐκτιμῶ ἀπόστασιν ἢ μέγεθος ἄνευ πραγματικῆς καταμετρήσεως, κατ’ εἰκασίαν, Ἡρόδ. 2. 150· στ. ὅκως ἐξελεύσεται ... 9. 37· μετρεῖν ἢ σταθμᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 643C, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 94· σταθμῇ στ. τι Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 63. 2) μεταφορ., μετρῶ, ἐκτιμῶ τι, τινι, ἔκ τινος ἰδιότητος, τὸ σῶμα ... στ. ταῖς χάρισι Πλάτ. Γοργ. 465D· εἴ τι δεῖ σταθμᾶσθαι τούτῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 9· ἀπολ., εἰκάζω, Σοφ. Ο. Τ. 1111. 2) προσάπτω βαρύτητα εἴς τι πρᾶγμα, ἐκτιμῶ, θεωρῶ πολλοῦ ἄξιον, στ. ὧν ὅδε λέγει Πλάτ. Λῦσ. 205Α.