ζεύγλη
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
English (LSJ)
ἡ,
A loop attached to the yoke (ζυγόν), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440; ἔζευξα . . ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr.463; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2. 2 = ζεῦγος 1.1, BGU1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose. II cross-bar of the double rudder, E.Hel.1536.
German (Pape)
[Seite 1137] ἡ, das Joch, bes. der Theil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.
Greek (Liddell-Scott)
ζεύγλη: ἡ, τὸ καμπύλον μέρος τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ τράχηλος τοῦ ζῴου, ὥστε ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 (ἔνθα ἡ χαίτη τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν)· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ ξύλον συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.