συγκρατύνω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
A strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.
German (Pape)
[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.