δενδίλλω

From LSJ
Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδίλλω Medium diacritics: δενδίλλω Low diacritics: δενδίλλω Capitals: ΔΕΝΔΙΛΛΩ
Transliteration A: dendíllō Transliteration B: dendillō Transliteration C: dendillo Beta Code: dendi/llw

English (LSJ)

   A turn the eyes or glance quickly, πόλλ' ἐπέτελλε . . δενδίλλων ἐς ἕκαστον Il.9.180; ὀξέα δενδίλλων A.R.3.281.—Ep. word, also S.Fr.1039.

German (Pape)

[Seite 545] wird erklärt = »umherblichen«. Homer einmal, Iliad. 9, 180 τοῖσι δὲ πόλλ' ἐπέτελλε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, δενδίλλων ἐς ἕκαστον, Ὀδυσσῆι δὲ μάλιστα, πειρᾶν ὡς πεπίθοιεν ἀμύμονα Πηλείωνα, Scholl. δενδίλλων: διανεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἡ περιβλέπων, ἀπὸ τοῦ διειλεῖν τοὺς ὀφθαλμούς; Apoll. Lex. Homer. p. 57, 15 δενδίλλων· περιβλεπόμενος. Die homerische Stelle ahmt Apoll. Rhod. 3, 281 nach, ὀξέα δενδίλλων. Nach den Scholl. zu Apoll. Rhod. gebrauchte auch Sophocl. das Wort, Σοφοκλῆς δὲ ἐπὶ τοῦ περιβλέπειν τέθεικε τὴν λέξιν (Frgm. Dindorf. no 867). Die Etymologie des Wortes ist ganz unsicher; man hat ἰλλός verglichen und ἐπιλλίζειν und δέννος; man könnte auch δενδαλίδες vergleichen, was λευκαὶ κάχρυες bedeuten soll; in dem λευκαί könnte der vermittelnde Begriff liegen. Zunächst ist wohl jedenfalls anzunehmen, daß δενδίλλω entstanden ist aus δενδιλιω, und daß dies δενδιδίω auf einem Nomen δενδιλοσ beruht, vgl. ἀγγέλλω ἄγγελος. Ob aber das δεν- etwa eine Reduplications-Sylbe sei, so daß die Wurzel διλ- wäre, etwa mit δέρκομαι verwandt, ist wohl noch nicht auszumachen. Daß das Wort nur im particip. δενδίλλων gebraucht worden sei, ist ein Irrthum einiger Neueren; Hesych. Δενδίλλει· σκαρδαμύττει, διανεύει, σημαίνει, ἀτιμάζει, σκώπτει. – Vgl. noch Hesych. s. v. Δενδίλλων und s. v. Ἔπιλλος, Etym. m. s. v. Δενδίλλων, Suid. s. v. Δενδίλλων, Polluc. 2, 52, Eustath. Iliad. 9, 180 p. 745, 35, Cram. An. Par. 3 p. 56. 236, Scholl. Iliad. Bachmann. p. 399.

Greek (Liddell-Scott)

δενδίλλω: στρέφω τοὺς ὀφθαλμοὺς ταχέως, ἐμβλέπω, «ῥίχνω ’ματιές», πόλλ’ ἐπέτελλε… δενδίλλων ἐς ἕκαστον Ἰλ. Ι. 180· ὀξέα δενδίλλων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 281. – Σπανία ἐπ. λέξις ἀναφερομένη καὶ ἐκ τοῦ Σοφ(Ἀποσπ. 867).