νίτρον

From LSJ
Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίτρον Medium diacritics: νίτρον Low diacritics: νίτρον Capitals: ΝΙΤΡΟΝ
Transliteration A: nítron Transliteration B: nitron Transliteration C: nitron Beta Code: ni/tron

English (LSJ)

τό, in Hdt. and Att. λίτρον (q.v.),

   A sodium carbonate, Sapph.165, Hp.Aër.7, Arist. Mete.383b12, IG9(1).691 (Corc., iii B.C.), PCair.Zen.304.7 (iii B.C.), PTeb.182 (ii B.C.), Gal.13.265; ν. ἐρυθρόν Hp.Nat.Mul.32, cf. Mul. 1.98; ν. θαλάσσιον, i.e. from the Egyptian lakes, Hippiatr.130; as an ἄρτυμα, Antiph.142.2; mixed with oil as a soap, Alciphr.3.61, Lib.Decl.26.19. (Cf. Egypt. ntirj 'natron'.)

German (Pape)

[Seite 257] τό, att. u. bei Her. λίτρον, vgl. Lob. Phryn. 305, Alkali, Laugensalz, Sodasalz, Natron, woraus durch Beimischung von Oel Seife gemacht wird, also zum Waschen gebraucht und nach gewöhnlicher Ableitung mit νίζω, νίπτω zusammenhangend (?). – Zuweilen auch ein vegetabilisches Kali, aus der Asche von Bäumen u. Pflanzen, das wie bei uns als Lauge zum Reinigen der Wäsche gebraucht wurde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νίτρον: τό, παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. λίτρον· ― ἀλκάλιόν τι ὀρυκτόν, ἀνθρακικὴ σόδα (τὸ νεώτερον νίτρον εἶναι νιτρικὴ πότασσα, τὸ δὲ Γερμαν. natron εἶναι αὐτὸ τοῦτο σόδα), Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· εὑρισκόμενον παρὰ τὴν Μώμεμφιν ἐν Αἰγύπτῳ (πρβλ. νιτρία), κ. ἀλλ. (πρβλ. Κιμωλία)· ― ὁμοῦ μετὰ ἐλαίου συμπεφυρμένον ἐχρησίμευεν ὡς σάπων, πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 638. (Ἴσως εἶναι Σημιτικὴ λέξις, πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nether). ―Καθ. Ἡσύχ.: «νίτρον· σάπων. καὶ εἶδος ἰατρικοῦ». ― Κατὰ Φρύνιχ.: «νίτρον· τοῦτο Αἰολεὺς μὲν ἂν εἴποι, ὥσπερ οὖν καὶ ἡ Σαπφὼ (Ἀποσπ. 165) διὰ τοῦ ν, Ἀθηναῖοι δὲ διὰ τοῦ λ λίτρον» Ἔκδ. Rutherf. σ. 361.