ὕβριστος
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
η, ον,
A = ὑβριστικός, wanton, insolent, outrageous, ἔργον Pherecr.162; ὕ. χρῆμα (sc. ἡ γυνή) Pl.Com.98:—hence Comp. ὑβριστότερος Hdt.3.81 (v.l. ὑβριστικώτερος), X.Cyr.5.5.41, Pl.Lg. 641c: Sup. ὑβριστότατος Ar.V.1303, X.An.5.8.22, Mem.1.2.12, Pl. Lg.808d.—In AB368 (where Pherecr. and Pl.Com. are cited) we are told that ὕβριστος is of the same type as Superlatives like βέλτιστος, κάλλιστος, κράτιστος, etc.; in which case ὑβριστότερος, -ότατος would have to be regarded as doubled forms of comparison:— ὑβριστός oxyt. is cited in EM697.56.
Greek (Liddell-Scott)
ὕβριστος: -η, -ον, ὡς τὸ ὑβριστικός, θρασύς, αὐθάδης, προσβλητικός, ἀκόλαστος, ἔργον Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 23· ὕβρ. χρῆμα (ἐξυπακ. ἡ γυνὴ) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 2· - ἐντεῦθεν τὸ συγκρ. ὑβριστότερος, Ἡροδ. 3. 81 (διάφ. γραφ. ὑβριστικώτερος), Ξεν. Κύρ. 5 5, 41, Πλάτ. Νόμ. 641C· ὑπερθ. ὑβριστότατος, Ἀριστοφ. Σφ. 1294, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22, Ἀπομν. 1. 2, 12, Πλάτ. Νόμ. 808D. - Παρατηρητέον ὅτι οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ συμφώνως γράφουσι τὴν λέξιν προπαροξ. ὕβριστος (οὐχὶ ὡς ῥηματ. ἐπιθ. ὑβριστός)· καὶ ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 40 νομίζει αὐτὸ τὸ ὕβριστος ὡς κυρίως ὑπερθετ. (ἐκ τοῦ ὕβρις), ὡς τὸ ἔχθιστος (ἐκ τοῦ ἔχθος), κτλ. ὅτε τὰ ὑβριστότερος, -ότατος, ἀνάγκη νὰ θεωρηθῶσιν ὡς τύποι διπλῆς παραθέσεως, ὡς τὸ ἐλαχιστότερος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.