μεσόλευκος
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον,
A middling white, χιτὼν πορφυροῦς μ. a tunic of purple shot with white, X.Cyr.8.3.13, cf. Luc.Alex.11; μ. χιτών alone, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), D.C.36.52; opp. πορφύρεος, Ephipp. ap. Ath.12.537e; χλαμὺς μ. D.C.78.3. II Subst., a precious stone, Plin. HN37.174. 2 = λευκὰς ὀρεινή, ib.27.102.
German (Pape)
[Seite 138] in der Mitte weiß, dazwischen weiß, mit weiß gemischt; χιτὼν πορφυροῦς μεσ., Xen. Cyr. 8, 3, 13; Callixen. u. Ephipp. Ath. V, 196 c XII, 537 e; Luc. Alex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόλευκος: -ον, διάλευκος, χιτὼν πορφυροῦς μεσόλευκος, χιτὼν προφυροῦς μεμιγμένος μὲ λευκὸν χρῶμα, διάλευκος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13· - ὡσαύτως, μ. χιτών, μόνον, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 11· ἐναντίον τῷ πορφύρεος, Ἔφιππ. παρ’ Ἀθην. 537D· πρβλ. μεσοπόρφυρος.