μεσοπόρφυρος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
μεσοπόρφυρον, mixed or shot with purple, οὐχ ὅλως λευκὸν ἀλλὰ μ. Plu.Arat.53; χλαμύς D.C.78.3; τὰ μ. (sc. ἱμάτια) LXX Is.3.20.
German (Pape)
[Seite 139] mit Purpur gemischt, dazwischen purpurn, Plut. Arat. 53, D. Cass. 78, 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de pourpre.
Étymologie: μέσος, πορφύρα.
Russian (Dvoretsky)
μεσοπόρφῠρος: смешанный с пурпуром или в пурпуровых полосах Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοπόρφῠρος: -ον, μεμιγμένος μὲ πορφύραν, οὐχ ὅλως λευκὸν ἀλλὰ μεσ. Πλουτ. Ἄρατ. 53· τὰ μ. (ἐνν. ἱμάτια) Ἑβδ. (Ἡσαΐας Γ΄, 21)· - πρβλ. μεσόλευκος.
Greek Monolingual
μεσοπόρφυρος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι πορφυρός στο μέσο, που έχει πορφυρές σειρές
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπόρφυρα
ενδύματα με πορφυρά τμήματα, με πορφυρές γραμμές («καὶ τὰ περιπόρφυρα καὶ τὰ μεσοπόρφυρα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πορφυρός (πρβλ. ακροπόρφυρος, θαλασσοπόρφυρος)].