εὔδοξος

From LSJ
Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδοξος Medium diacritics: εὔδοξος Low diacritics: εύδοξος Capitals: ΕΥΔΟΞΟΣ
Transliteration A: eúdoxos Transliteration B: eudoxos Transliteration C: eydoksos Beta Code: eu)/docos

English (LSJ)

ον, (δόξα)

   A of good repute, honoured, Thgn.195, Pi.P.12.5, Th.1.84 (Sup.), etc.; Νίκη Simon.145, cf. Pi.P.6.17; εὔ. παρά τισι Pl.Lg.773a; νέες εὐδοξόταται 'crack' ships, Hdt.7.99. Adv. -ξως remarkably, 'famously', Pl.Hp.Ma.287e; with distinction, στεφανῶσαί τινα Man.1.102.

German (Pape)

[Seite 1063] in gutem Rufe stehend, berühmt, geehrt, Pind. oft von Menschen, auch νίκα, ἄεθλα, P. 6, 17 I. 3, 1; φρήν, Aesch. Ch. 301; γῆρας, φάμα, Eur. Med. 592 Hipp. 772; νέας εὐδοξοτάτας συναπάσης τῆς στρατιᾶς παρείχετο Her. 7, 99; πόλις, Thuc. 1, 84, Folgde; οἱ παρὰ τοῖς ἔμφροσι εὔδ. γάμοι Plat. Legg. VI, 773 a; καὶ τίμιος Xen. Mem. 4, 2, 28. – Adv., Plat. Hipp. mai. 287 e.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδοξος: -ον, (δόξα) ἔχων καλὴν ὑπόληψιν, ἔντιμος, περίφημος, ἔνδοξος, Θεόγν. 195, Σιμων. 147, Πινδ. ΙΙ. 12. 10, Θουκ. 1. 84, κτλ.· εὔδ. παρά τισι Πλάτ. Νόμ. 773Α· νέες εὐδοξόταται, πλοῖα ἔχοντα τὴν ἀρίστην ὑπόληψιν, τὰ πρῶτα ἢ «πρώτης τάξεως», Ἡρόδ. 7. 99.- Ἐπίρρ. -ξως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 287Ε.