παρακούω
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
A hear beside, esp. hear accidentally, hear talk of, Δημοκήδεος τὴν τέχνην Hdt.3.129 ; ἀξίων λόγου πραγμάτων Pl.Ep.339e ; παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει AP 5.74 (Rufin.). II eavesdrop, overhear from, δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι Ar.Ra.750 ; τι παρά τινος Pl. Euthd.300d ; π. τινός overhear him, Luc.Merc.Cond.37 ; π. τὸν λόγον Ev.Marc.5.36. III hear imperfectly or wrongly, misunderstand, ἀκούειν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ Arist.EN1149a26, cf. Pl.Prt.330e, Tht.195a, Phld.Mus.p.102 K., Ceb.3, Luc.Anach.31; ἑκουσίως π. D.S.30.8. IV hear carelessly, take no heed of, τῆς παραγγειλάσης φύσεως Epicur.Fr.200; τῶν γραφομένων Plb.24.9.1, cf. Luc.Salt.6, etc.; τῶν ἐντολῶν LXX To.3.4 ; τῶν λεγομένων Plb.7.12.9 (but τὰ λεγόμενα LXX Es.3.3). 2 c. gen. pers., PHib.1.170 (iii B.C.), Plb.2.8.3,3.15.2, Ev.Matt.18.17:—Pass., to be disregarded, Plb.5.35.5; περί τινος Id.30.20.2, prob. cj. in 23.3.3. 3 disobey, τοῦ θεοῦ J.AJ1.10.4 : abs., LXX Is.65.12, J.AJ1.1.4, Luc.Sat.10:—Pass., J.AJ6.7.4. 4 pretend not to hear, Plu.Phil.16, Luc Jud.Voc.2.
German (Pape)
[Seite 485] (s. ἀκούω,) dabei oder daneben hören, τινός, Sp.; ein wenig, unvollständig hören, unvollständig erfahren, τέχνην, Her. 3, 129; – heimlich hören, aushorchen, καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι, Ar. Ran. 749; παρ' αὐτῶν ταῦτα παρακηκόει, Plat. Euthyd. 300 d; τῶν λόγων, Ael. V. H. 5, 9; Luc. de merc. cond. 37 u. a. Sp. – Auch verhören, falsch hören, neben παρορᾶν u. παρανοεῖν, Plat. Theaet. 195 a; im Ggstz von ὀρθῶς ἀκούειν, Prot. 330 e; Arist. u. Folgde, falsch verstehen, οἱ παρακούσαντες αὐτοῦ τῶν λόγων καὶ μὴ συνέντες, Ath. XIII, 565 d; vgl. noch Pol. εὐήθως καὶ παραλόγως ἀεὶ τοῦ Κλεομένους παρήκουε, 3, 35, 6, schlecht hören; daher im Ggstz von προσέχειν, Ceb. tabul. 3; – auch = nicht hören wollen, πλεονάκις αὐτῶν παρακηκοότες τότε πρεσβευτὰς ἀπέστειλαν, Pol. 3, 15, 2; παρακουστέον neben ἀφροντιστέω, Muson. in Stob. Floril. 79, 51; ungehorsam sein, im Ggstz von πειθαρχέω, τινός, Pol. 26, 2, 1; τοῦ ἐπιτάγματος, Luc. Caucas. 2. – Auch pass. παρακουόμενος, nicht gehört, unerhört, Pol. 5, 35, 5; περί τινος, 30, 18, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παρακούω: μέλλ. -ακούσομαι˙ - ἀκούω κατά τύχην, «ἀκούω νά γίνηται λόγος», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. ἀκούω ἐπακροώμενος λάθρα, παρακούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι παρά τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. ἀκούω ἀτελῶς ἢ ἐσφαλμένως, παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, παρακούω, μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ περί τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ ὡσαύτως, προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἀκούω, ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ μετὰ προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) μετὰ γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ μετὰ γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.