ἐπισμάω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A rub, smear something over a person, c.acc.pers.et rei, τί γὰρ οὗτος ἡμᾶς οὐκ ἐπισμῇ τῶν κακῶν; Ar.Th.389, cf. Cratin.90: ἐπισμήχω is a less Att. form, Opp.C.1.501 (v.l. ἐπισμύχω).
German (Pape)
[Seite 980] (s. σμάω), darauf-, daranstreichen, -schmieren; übertr., τί γὰρ οὗτος ἡμᾶς οὐκ ἐπισμῇ τῶν κακῶν; Ar. Th. 396, was hängt er uns nicht an?
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισμάω: ἐπιτρίβω ἢ ἐπαλείφω τι ἐπί τινος, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., τί γὰρ οὗτος ἡμᾶς οὐκ ἐπισμῇ τῶν κακῶν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 389. πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Κλεοβουλίναις» 9: ― ἐπισμήχω εἶναι τύπος ἦττον Ἀττ., Ὀππ. Κ. 1. 501 (δι. γρ. ἐπισμύχω).