δηρός

From LSJ
Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηρός Medium diacritics: δηρός Low diacritics: δηρός Capitals: ΔΗΡΟΣ
Transliteration A: dērós Transliteration B: dēros Transliteration C: diros Beta Code: dhro/s

English (LSJ)

Dor. δᾱρός, ά, όν, (cf. δήν)

   A long, too long, δηρὸν χρόνον Il. 14.206, h.Cer.282: more freq. δηρόν (sc. χρόνον) as Adv., all too long, Il.2.298, etc.; also ἐπὶ δηρὸν δέ μοι αἰὼν ἔσσεται 9.415, cf. Musae.291: freq. with neg., οὐδέ σέ φημι δ . . . ἀλύξειν Il.10.371, cf. 2.435, etc.: Trag. use only Dor. form, πολὺν δαρόν τε χρόνον S.Aj.414 (lyr.), cf. A.Supp.516, E.IT1339; δαρόν alone, A.Pr.648, 940, S., etc.; also δαρὸν χρόνου πόδα time's lingering foot, E.Ba.889 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 569] ά, όν, lange dauernd; dorisch δαρός; ein Wort, welches schon vor Homer als Nomen außer Gebrauch kam; bei Homer findet sich nur der accusat. δηρόν als adverb., dies aber oft. Iliad. 14, 206. 305 verstanden Sophokles und Euripides den Ausdruck δηρὸν χρόνον irrthümlich so, als wenn δηρόν adjectiv. zu χρόνον sei, und hierauf gestützt sagten sie selber πολὺν δαρόν τε χρόνον und im nominativ. δαρὸς χρόνος. So war denn, weil man einen Ausdruck Homers mißverstand, das längst erstorbene Nomen δαρός künstlich wiederbelebt. Das Genauere s. s. v. δηρόν.

Greek (Liddell-Scott)

δηρός: -ά, -όν, (πρβλ. δὴν) μακρός, παραπολὺ μακρός, δηρὸν χρόνον, ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διὰ πολὺν καιρόν, Ἰλ. Ξ. 206, 305, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 282· συνηθέστερον, δηρὸν (ἐξυπακ. χρόνον), ὡς ἐπίρρ. παρὰ πολύ, μακρὸν χρόνον, Ἰλ. Β. 298, κτλ.· οὕτως, ἐπὶ δηρὸν Ι. 415· συχνάκις μετ᾿ ἀρνητ., οὐδέ σέ φημι δηρὸν… ἀλύξειν Κ. 371, πρβλ. Β. 435, κτλ.· ‒ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται μόνον τὸν Δωρ. τύπον δᾱρός, πολὺν δαρόν τε χρόνον Σοφ. Αἴ. 414, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 359, Εὐρ Ι. Τ. 1339· δαρὸν μόνον, Αἰσχύλ. Πρ. 646, 940, Σοφ., κτλ.· πρβλ. Ἀθήνη, κυνηγός, κτλ.