πορθμεῖον
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
Ion. πορθμ-ήϊον, τό,
A place for crossing, passage, ferry, πορθμήϊα Κιμμέρια (where it is pr.n.) Hdt.4.12,45. II passage-boat, ferry-boat, Id.7.25, X.HG5.1.23, Antiph.86.4, Luc.DMort.10.1; πορθμείων ὅρμου ὅρος IG12.890. III ferryman's fee, Call.Fr.110, Luc.DMort.22.1 (pl.); τὸ εἰς Ῥήνειαν π. Inscr.Delos 442A153(ii B.C.). IV landing-place, Wilcken Chr.392.10(ii A.D.), etc. [This word and its cognates are sts. written προθ-in Pap., e.g.POxy.1421.6(iii A.D.).]
German (Pape)
[Seite 683] τό, ion. πορθμήϊον, Ort zum Uebersetzen; Κιμμέρια, Her. 4, 12. 45, Eigenname geworden. – Schiff zum Uebersetzen, Frachtschiff, Fähre, Her. 7, 25 Xen. Hell. 5, 1, 23 Poll. 3, 42, 3 u. öfter, wie Strab., Plut. u. oft bei Luc. – Auch = Fährgeld, Luc. D. Mort. 22, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πορθμεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, τόπος πρὸς διαπόρθμευσιν, πέραμα, πόρος, πορθμήια Κιμμερικὰ (ἔνθα κεῖται ὡς κύρ. ὄνομα) Ἡρόδ. 4. 12, 45. ΙΙ. λέμβος πρὸς διαπόρθμευσιν, «πέραμα», ὁ αὐτ. 7. 25, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· τοὺς γλιχομένους δὲ ζῆν… ἄκοντας ὁ Χάρων ἐπὶ τὸ προθμεῖον ἄγει Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. ΙΙΙ. ὁ ναῦλος τῆς διαπορθμεύσεως, Καλλ. Ἀποσπ. 110, Δουκ. Νεκρ. Διάλ. 22. 1. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 582.