ἀπρέπεια
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
Ep. ἀπρεπίη, ἡ,
A unseemliness, Pl.R.465b, etc. 2 impropriety in writing, Id.Phdr.274b. II ugliness, εἴδεος ἀπρεπίη APl.4.319, cf. Dsc.Alex.27.
German (Pape)
[Seite 338] ἡ, Unschicklichkeit, Unanständigkeit, der εὐπρέπεια entgegengesetzt, Plat. Phaedr. 274 b u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρέπεια: ἡ, ἀπρεπὴς διαγωγή, ἔλλειψις εὐπρεπείας, ἀκοσμία, ἀσχημοσύνη, τὸ τοῦ Κικέρωνος discrepantia, Πλάτ. Πολ. 465C, κτλ. ΙΙ. ἀσχημία, εἴδους ἀπρεπίη (Ἐπ. τύπ.) Ἀνθ. Πλαν. 319.