σπατάλη

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτᾰλη Medium diacritics: σπατάλη Low diacritics: σπατάλη Capitals: ΣΠΑΤΑΛΗ
Transliteration A: spatálē Transliteration B: spatalē Transliteration C: spatali Beta Code: spata/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A wantonness, luxury, LXX Si.27.13, AP11.17 (Nicarch.); χρυσομανὴς σ. ib.5.301.2 (Agath.); of a dainty feast, Luc.Epigr.50, AP7.206 (Damoch.); of ornaments, ταρσῶν χρυσοφόρος σ., i.e. anklets, ib.5.26 (Rufin.), cf. 270 (Maced.).    II bracelet, SIG1184.1 (Cnidus, iii B.C.), cf. AP6.74 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, Schwelgerei, Luxus, bes. im Essen und Trinken; χρυσομανής, Agath. 3 (V, 302); χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ, Armband, 27 (VI, 74), vgl. σπατάλιον; χρυσοφόρος ταρσῶν, Rufin. 37 (V, 27), ein Schmuck der Füße.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτάλη: ἡ, ἀκολασία, ἀσωτία, δαπάνη ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. αὐτόθι 5. 302· χρυσόδετος σπ., δηλ. ψέλλιον, αὐτόθι 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ σπαταλάω, σπατάλημα, σπατάλιον, κτλ.).