κάρφος
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
εος, τό,
A any small dry body, esp. dry stalk, as of the dry sticks of cinnamon, Hdt.3.111; of rice-straw, Polyaen.4.3.32, cf. Luc. Herm.33: generally, in pl., dry twigs, chips, straws, bits of wool, such as birds make their nests of, Ar.Av.643, Sophr.32, Arist.HA612b23, AP10.14 (Agath.): collectivelyin sg., A.Fr.24, Arist.HA560b8, Ath.5.187c: in sg., chip of wood, Ar.V.249; toothpick, Alciphr.1.22: prov., κινοῦσα μηδὲ κ. 'not stirring an inch', Ar.Lys.474, cf. Herod. 3.67; οὐδὲ κ. ἐβλάβη Epigr.Gr.980.9 (Philae); ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρετεῖν Ion Hist.1. II = Lat. festuca, Plu.2.550b. III a small piece of wood on which the watchword was written, Plb.6.36.3. IV in pl., ripe fruit, Nic.Al.230, 491, Th.893,941. V = τῆλις, Dsc.2.102. (σκάρφος is v.l. (perh.right) in A.l.c., Plb.l.c.: perh. cogn. with Engl. sharp.)
German (Pape)
[Seite 1332] τό (κάρφω), jeder trockene Körper, bes. Ruthen, dünnes Reisig, κεραία ξύλου λεπτή, Spähne, dünne Stengel, sing. collectiv., Aeschyl. fr. 19; im plur. vom Zimmt, Her. 3, 111; Ar. vbdt, vom Nest des Kuckuks sprechend, τὰ κάρφη καὶ τὰ φρύγανα, Av. 642; κάρφος χαμᾶθεν νῦν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον Vesp. 249, etwa nimm einen Strohhalm auf u. zieh' den Docht vor; ὁρμίνοιο Nic. 892; Hesych. erkl. auch ἄχυρον; aber Polyaen. 4, 3 stellt neben einander ἀχύρων μυρίας ἁμάξας, κάρφους πεντακισχιλίας, Reisig; bei Ath. V, 187 e Spreu, Halm u. dgl.; XIII, 604 c ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν, nachher ἀποφυσᾶν; κάρφη τινὰ συνδήσαντες, Reis oder Heubündel, Luc. Hermotim. 33; – μηδὲ κάρφος κινεῖν, auch nicht einen Strohhalm bewegen, Ar. Lys. 474. – Ein Zahnstocher, Alc. 1, 22. – Bes. heißt so die Ruthe, mit welcher der Prätor den Sklaven, welchen er freispricht, berührt, Plut. de S. N. V. 4. – Bei Pol. 6, 36, 3, λαμβάνει παρὰ τῶν φυλασσόντων τὸ κάρφος, ein hölzernes Täfelchen oder Spänchen, auf welches die Parole geschrieben wurde. – Für Schale erkl. es der Schol. bei Nic. Al. 230. 491, wo es Andere = καρπός erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κάρφος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλει): -πᾶν εἶδος ξύλου ἢ καλάμου λεπτοῦ, μικροῦ καὶ ξηροῦ, ἰδίως ξηρὰ καλάμη τῶν σιτηρῶν, Λατ. palea, festuca, stipula· ὁ Ἡρόδ. (3. 111) καλεῖ τὰ ξηρὰ ξύλα τοῦ κινναμώμου (τῆς κανέλλας) κάρφεα (ἔχει δὲ ἡ λέξις αὕτη περίεργον ὁμοιότητα πρὸς τὸ Ἀραβικὸν ὄνομα τοῦ κινναμώμου kerfet, kirfah, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀβασηνοί)· ἐπὶ τοῦ καυλοῦ τῆς ὀρύζης, Πολύαιν. 4. 3, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 33· - ἀκολούθως, καθόλου ἐν τῷ πληθ., ξηροὶ κλάδοι ἢ κλῶνες, τεμάχια ξύλου, ἄχυρα, τρίχες ἐρίου καὶ τὰ τοιαῦτα, δι’ ὧν τὰ πτηνἀ κατασκευάζουσι τὰς φωλεὰς αὑτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, πρβλ. Σώφρωνα παρὰ Δημητρ. Φαληρ. § 147 (Ρήτορες Walz τ. 9. σ. 68), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 1· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 22α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 20, Ἀθήν. 187C· - ἐν τῷ ἑνικῷ, ξυλάριον, πελεκοῦδι, κάρφος χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον Ἀριστοφ. Σφ. 249· - παροιμ., μηδὲ κάρφος κινεῖν, διατελεῖν ἐν παντελεῖ ἠρεμίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 474· ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν Ἀθήν. 604C. ΙΙ. = καρπίς, Πλούτ. 2. 550Β· οὐδὲ κ. ἐβλάβη, οὐδόλως, οὐδὲ κατὰ μικρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924. ΙΙΙ. πινακίδιον ξύλινον, ἐφ’ οὗ τὸ σύνθημα ἦτο γεγραμμένον, Πολύβ. 6. 36, 3. IV. ἐν τῷ πληθ., ὥριμος καρπὸς (ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστ. τὸ δέρμα, δηλ. ὁ φλοιὸς τοῦ καρποῦ), Νικ. Ἀλεξιφ. 230, 491, Θηρ. 893, 941· πρβλ. καρφεῖα. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ κάρφω. Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ σκαρφίον, σκαρφάω, σκαρῖφος).