παρεμπορεύομαι

From LSJ
Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπορεύομαι Medium diacritics: παρεμπορεύομαι Low diacritics: παρεμπορεύομαι Capitals: ΠΑΡΕΜΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paremporeúomai Transliteration B: paremporeuomai Transliteration C: paremporeyomai Beta Code: paremporeu/omai

English (LSJ)

   A traffic in besides : metaph., μικρὰ π. τῆς ἀφροδίτης Alciphr.Fr.6.16 ; τὸ τερπνὸν π. yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.

German (Pape)

[Seite 515] nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπορεύομαι: ἀποθ., ἐμπορεύομαι προσέτι, ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., παρέχω τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.