προσφοιτάω
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
A go or come to frequently, resort to, τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς π. Lys.23.3, cf. Id.24.20, D.25.52, Hyp.Ath.6, IG22.1237.64; π. τισί associate with, Str.14.1.32; esp. go to a master, D.H.Rh.9.11, etc.; τοῖς παλαιοῖς λόγοις Plu.2.653b. II metaph., visit, τὰ κακὰ π. πρὸς τὸ γῆρας Antiph.240.
German (Pape)
[Seite 787] häufig zu Einem gehen; Lys. 23, 3; πρός τι, 24, 20, wie Dem. 25, 52; gew. von Schülern, Luc. Dem. enc. 40.
Greek (Liddell-Scott)
προσφοιτάω: ὑπάγω πολλάκις πρός τινα ἢ πρός τι, συχνάζω. τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς ἐπισκέπτομαι, Στράβ. 644· μάλιστα ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.