ἀνατομή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A dissection, αἱ ἀ., title of a treatise freq. cited by Arist., as HA509b22, al., cf. Thphr.HP1.1.4; ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀ. Longin.32.5, cf. Chrysipp.Stoic.2.246 (pl.). II in a logical sense, ἀ. καὶ διαιρέσεις Arist.APo.98a2.
German (Pape)
[Seite 211] ἡ, das Zerschneiden, Zergliedern, Arist. anal. post. 2, 14; bes. des Körpers, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατομή: ἡ, (ἀνατέμνω) τὸ ἀνατέμνειν, ἡ διαμέλισις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 7, κτλ. - Ὁ Ἀριστ. ἔγραψε σύγγραμμα καλούμενον αἱ Ἀνατομαί, ἴδε Ἀριστοτελ. πίνακα (Ιndex) Bonitz. σ. 104. ΙΙ. ὑπὸ ἔννοιαν λογικήν, ἀν. καὶ διαιρέσεις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 14, 1.