παμφαλάω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
redupl. form
A like παιφάσσω (cf. παπταλάω, παπταίνω), gaze in astonishment, Ion. word, Hippon.131, Anacr.160, Herod.4.77; πάντοσε παμφαλόωντες Eryc. ap. Sch.A.R.2.127: aor. 1 ἐπαμφάλησα· ἐθαύμασα, Hsch.:—Med., ἄγχι παμφαλώμενος Lyc.1433.
German (Pape)
[Seite 455] (φαω mit Reduplication?), nach Schol. Ap. Rh. 2, 127 μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῦ ἐπιβλέπειν, schüchtern um sich blicken, aus Anacr. u. Hippon. angeführt; pass. παμφαλώμενος, Lycophr. 1433, Schol. πανταχόθεν περιβλεπόμενος.
Greek (Liddell-Scott)
παμφᾰλάω: μετ’ ἀναδιπλ. τύπος ὡς τὸ παιφάσσω, (πρβλ. παπταλάω, παπταίνω) περιβλέπω, μάλιστα μετὰ φόβου, σπανία λέξις Ἱωνική, Ἀνακρ. 157, Ἱππῶναξ 114 (105)· παμφαλήσας Ἡρώνδ. IV, 77. - Παθ. παμφαλώμενος, «πανταχόθεν περιβλεπόμενος (Σχόλ.) Λυκόφρ. 1433.