προλοχίζω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A lay an ambuscade beforehand, J.BJ1.4.4, 4.9.8 (s.v.l.): c. acc. cogn., π. τινὰς ἐνέδρας Hld.6.13:—Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Th.3.112; but also προλοχίζοιντο αἱ νύκτες ὑπὸ τῶν βαρβάρων J.BJ1.13.4 (dub. l.). 2 place men in ambuscade, Id.AJ5.2.11, BJ1.2.2. II beset with an ambuscade, πέμπει . . τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Th.3.110, cf. Plu.Sert.13; also π. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Th.2.81.
German (Pape)
[Seite 733] vorher einen Hinterhalt legen; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις, Thuc. 2, 81; αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι, 3, 112; ἐνέδρας, Heliod. 6, 13; auch τὴν ὁδόν, Thuc. 3, 110; Plut. Sert. 13, vorher auf dem Wege einen Hinterhalt legen; vgl. Achill. Tat. 2, 18 u. daselbst Jac.
Greek (Liddell-Scott)
προλοχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. προκαταλαμβάνω μέρος τι καὶ στήνω ἐκεῖ ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· ὡσαύτως πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81.