προσηγορικός
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for addressing, π. ὄνομα,= Lat. praenomen, opp. nomen (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also,= cognomen, Plu.Mar.1. II Gramm., τὰ π. appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ π. A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ π. Hermog.Stat.1; περὶ τῶν π., title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. -κῶς by one's common name, Ph.1.150; τὰ π. ἄρμενα καλούμενα vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.
German (Pape)
[Seite 764] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. ὄνομα, Zunamen, D. Hal. 3, 65.
Greek (Liddell-Scott)
προσηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς προσηγορίαν, πρ. ὄνομα λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· ὡσαύτως καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. ὄνομα πρ., = προσηγορία ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.