Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξομματόω

From LSJ
Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξομμᾰτόω Medium diacritics: ἐξομματόω Low diacritics: εξομματόω Capitals: ΕΞΟΜΜΑΤΟΩ
Transliteration A: exommatóō Transliteration B: exommatoō Transliteration C: eksommatoo Beta Code: e)commato/w

English (LSJ)

   A open the eyes of, τὰ τεως μεμυκότα καὶ τυφλά Ph.1.455:—Pass., to be restored to sight, ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται S.Fr.710, cf. Ph.1.109, Ael.NA17.20.    2 metaph., make clear or plain, φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα A.Pr. 499.    II bereave of eyes, E.Fr.541.

German (Pape)

[Seite 886] 1) sehend machen, die Augen öffnen; ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ar. Plut. 635; vgl. Ael. H. A. 17, 20. Dah. von Sachen, aufhellen, deutlich machen, σήματα, πρόσθεν ὄντ' ἐπάργεμα Aesch. Prom. 497. – 2) der Augen berauben, blenden, Eur. bei gehol. Phoen. 61 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξομμᾰτόω: ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς τινος, κάμνω αὐτὸν νὰ βλέπῃ, Παθ., ἀνακτῶμαι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀναβλέπω, ἀντὶ γὰρ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635, («ἐκ Φινέως Σοφοκλέους ὁ στίχος» Σχόλ.) πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 20. 2) μεταφ., καθιστῶ τι σαφὲς ἢ φανερόν, φλογωπά σήματα ἐξωμμάτωσα Αἰσχύλ. Προμ. 499. ΙΙ. ἐξορύττω τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκτυφλῶ, τυφλώνω, Λατ. exoculare, Εὐρ. Ἀποσπ. 545· ― ἐξομματίζω, μεταγεν. τύπος, «ἡ δὲ συνήθεια τὸ ἐξομματίζω (χυδ. «ξεμματίζω») ἐπὶ τοῦ καθαίρειν τοὺς κυάμους, τὴν προεστηκυῖαν μέλαιναν οὐλήν, οἷον ὀφθαλμὸν ἐκκόπτοντας, καταχρηστικῶς τέταχεν· ὅθεν καὶ ἐξωμματισμένα κοκκία τοὺς οὕτω καθαρθέντας κυάμους λέγομεν» Κοραῆ σημ. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. (5. 11) σ. 310.