ἄδρυα
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τά,
A = ἀκρόδρυα, Ath.3.83a; Sicilian word, Hsch. II upright pieces of a plough, Id. III (ἀ- copul.) canoes made of hollowed tree-trunks, dug-outs (Cypr.), Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδρυα: «οἱ στῦλοι ἀρότρου, δι’ ὧν ὁ ἱστοβοεὺς ἁρμόζεται·» προσέτι, «πλοῖα μονόξυλα, Κύπριοι· λέγονται δὲ καὶ οἱ ἐν τῷ ἀρότρῳ στῦλοι. Σικελοὶ δὲ ἄδρυα λέγουσι τὰ μῆλα· παρὰ δὲ Ἀττικοῖς ἀκρόδρυα», Ἡσύχ.