κολουραῖος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον,
A = κόλουρος, κ. πέτρη a steep, abrupt rock, Call. Fr.66.
German (Pape)
[Seite 1475] = κόλουρος; πέτρα, ein jäher, abschüssiger Fels, Callim. frg. 66 bei Suid., der auch κοίλη, κεκαμμένη erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κολουραῖος: -α, -ον, = κόλουρος, κ. πέτρα, ἀπότομος βράχος, Καλλ. Ἀποσπ. 66.