κολουραῖος

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολουραῖος Medium diacritics: κολουραῖος Low diacritics: κολουραίος Capitals: ΚΟΛΟΥΡΑΙΟΣ
Transliteration A: kolouraîos Transliteration B: kolouraios Transliteration C: kolouraios Beta Code: kolourai=os

English (LSJ)

η, ον, = κόλουρος, κ. πέτρη a steep, abrupt rock, Call. Fr.66.

German (Pape)

[Seite 1475] = κόλουρος; πέτρα, ein jäher, abschüssiger Fels, Callim. frg. 66 bei Suid., der auch κοίλη, κεκαμμένη erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κολουραῖος: -α, -ον, = κόλουρος, κ. πέτρα, ἀπότομος βράχος, Καλλ. Ἀποσπ. 66.

Greek Monolingual

κολουραῖος, -αίη, -ον (Α) κόλουρος
1. κόλουρος
2. φρ. «κολουραίη πέτρη» — απότομος βράχος.