σιτέω

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτέω Medium diacritics: σιτέω Low diacritics: σιτέω Capitals: ΣΙΤΕΩ
Transliteration A: sitéō Transliteration B: siteō Transliteration C: siteo Beta Code: site/w

English (LSJ)

part. gen.

   A σιτεόντων Hp.Nat. Hom.9 (v.l. σιτευμένων): aor. 1 part. σιτήσας Hsch.:—elsewh. σιτέομαι, Ion. impf. σιτέσκοντο Od.24.209: fut. σιτήσομαι Ar.Nu.491, Pax 724, Arist.Mu.400b19: aor. ἐσιτήθην IG5(1).51.1 (Laconia); poet. σιτήθην Theoc.9.26: (σῖτος):—take food, eat, κλίσιον ἐν τῷ σιτέσκοντο Od. l.c., cf. Hdt.1.94, 133, Pl.Ap.36d; οἱ ἐν τῷ Μουσείῳ σιτούμενοι BGU73.4 (ii A.D.), etc.    2 c. acc., feed on, eat, ἰχθῦς, καρποὺς σιτέεσθαι, Hdt.1.200,202, cf. 71; ἐλπίδας A.Ag.1668; ἀπομαγδαλιάς Ar.Eq.414; τὴν σοφίαν Id.Nu. l.c.; ὅπως, οἷς αὐτὸς σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια παρατίθοιτο αὐτ X.Cyr.8.2.3; κρέας σ. Theoc. l.c.    3 eat of, ἀπό τινος Hld.2.23; τινι Scymn.854.

German (Pape)

[Seite 885] beköstigen, füttern, mästen, gew. med. sich beköstigen, d. i. essen, speisen; σιτέσκοντο, Od. 24, 209; c. acc., Aesch. frg. 192, der auch übertr. sagt οἶδ' ἐγὼ φεύγοντας ἄνδρας ἐλπίδας σιτουμένους, Ag. 1653; σοφίαν σιτήσομαι, Ar. Nubb. 483; ἀπομαγδαλιὰς κυνὸς βορὰν σιτεῖσθαι, Equ. 412; oft bei Her., auch absolut, 1, 94. 133; bes. Brot essen; λοῦσθαι καὶ σιτεῖσθαι, Plat. Legg. XII, 942 b; ἐν πρυτανείῳ σιτεῖσθαι, Apol. 36 d; Is. 6, 21; ὡς σιτοῖτο σίτοις, Xen. Cyr. 8, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτέω: μετοχ. γεν. σιτεόντων Ἱππ. 228. 40 (διάφορ. γραφ. σιτευμένων)· ἀόρ. α΄ μετοχ. σιτήσας Ἡσύχ.· -ἀλλαχοῦ ὡς ἀποθετ. σιτέομαι. Ἰων. παρατ. σιτέσκοντο Ὀδ.· μέλλ. σιτήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 491, Εἰρ. 724, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 34· ἀόρ. ἐσιτήθην Συλλ. Ἐπιγρ. 1327, Δωρ. ποιητ. σιτάθην Θεόκρ. 9. 26· (σῖτος). Λαμβάνω τροφήν, τρώγω, οἶκος ἐν τῷ σιτέσκοντο Ὀδ. Ω. 209, οὕτως, Ἡρόδ. 1. 94, 133, Πλάτ. Ἀπολ. 36D· ἴδε Πρυτανεῖον Ι. 2) μετ’ αἰτ., ὡς τὸ Λατ. vescor, τρέφομαι ἔκ τινος, ἐσθίω, τρώγω τι, ἰχθῦς, καρποὺς σιτέεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, 200, 202· ἐλπίδας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1668· ἀπομαγδαλίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 415 κἑξ. (ἔνθα ἴδε Br. καὶ Dind.)· τὴν σοφίαν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὅπως, οἷς αὐτὸς σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια παρατίθοιτο αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 3· κρέας σ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μετὰ γεν., τρώγω μέρος ἔκ τινος, Φυλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 1. 24· ἀπό τινος Ἡλιόδ. 2. 23· τινι Σκύμν. 8. 54.