ἀντώπιος
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
ον,
A = ἀντωπός, A.R.4.729, Man.4.336, Nonn.D.5.485, al.: c. gen., 5.78: c. dat., 33.184.
German (Pape)
[Seite 265] = ἀντωπός, Ap. Rh. 4, 728; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντώπιος: ον = ἐνώπιος, ον, κατὰ πρόσωπον, ἀπέναντι, πατρὸς ὀπιπευτῆρος Ἔρως ἀντώπιος Νόνν. Δ. 7. 193· πυρσοτόκον νάρθηκα λαβὼν ἀντώπιον ἠοῦς ἠελίῳ θέρμηνεν αὐτόθι 23. 256, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 729.