ἀντώπιος

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντώπιος Medium diacritics: ἀντώπιος Low diacritics: αντώπιος Capitals: ΑΝΤΩΠΙΟΣ
Transliteration A: antṓpios Transliteration B: antōpios Transliteration C: antopios Beta Code: a)ntw/pios

English (LSJ)

ἀντώπιον, = ἀντωπός, A.R.4.729, Man.4.336, Nonn. D. 5.485, al.: c. gen., 5.78: c. dat., 33.184.

Spanish (DGE)

-ον
que mira de frente αἴγλη A.R.4.729, Nonn.D.5.485, φέγγεα Man.4.336
c. gen. πύλη ἀντώπιος Ἠοῦς Nonn.D.5.78
c. dat. βολαῖς ἀ. Ἠοῦς Nonn.D.22.150, 33.184.

German (Pape)

[Seite 265] = ἀντωπός, Ap. Rh. 4, 728; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντώπιος: ον = ἐνώπιος, ον, κατὰ πρόσωπον, ἀπέναντι, πατρὸς ὀπιπευτῆρος Ἔρως ἀντώπιος Νόνν. Δ. 7. 193· πυρσοτόκον νάρθηκα λαβὼν ἀντώπιον ἠοῦς ἠελίῳ θέρμηνεν αὐτόθι 23. 256, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 729.

Greek Monolingual

ἀντώπιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπιος < ωπ- (< -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)].