ναυκραρία

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκραρία Medium diacritics: ναυκραρία Low diacritics: ναυκραρία Capitals: ΝΑΥΚΡΑΡΙΑ
Transliteration A: naukraría Transliteration B: naukraria Transliteration C: nafkraria Beta Code: naukrari/a

English (LSJ)

ἡ,

   A naucrary (v. ναύκραρος), Arist.Ath.8.3, Clidem.8, Phot.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, die Gemeinschaft athenischer Bürger, an deren Spitze ein ναύκραρος stand, den späteren συμμορίαι entsprechend, Poll. 8, 108 u. Phot., nach denen zwölf auf eine Phyle gehen; Poll. sagt ν. ἑκάστη δύο ἱππέας παρεῖχε καὶ ναῦν μίαν, ἀφ' ἧς ὠνόμασται. Vgl. Böckh Staatshaush. I, 275 ff., Herm. griech. Staatsalterth. § 99, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκρᾱρία: ἡ, τὸ δωδέκατον μέρος φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν τρεῖς, ναυκραρίαι δὲ δώδεκα καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι πρός τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, Πολυδ. Η΄, 108.