ναυκραρία
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ,
A naucrary (v. ναύκραρος), Arist.Ath.8.3, Clidem.8, Phot.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, die Gemeinschaft athenischer Bürger, an deren Spitze ein ναύκραρος stand, den späteren συμμορίαι entsprechend, Poll. 8, 108 u. Phot., nach denen zwölf auf eine Phyle gehen; Poll. sagt ν. ἑκάστη δύο ἱππέας παρεῖχε καὶ ναῦν μίαν, ἀφ' ἧς ὠνόμασται. Vgl. Böckh Staatshaush. I, 275 ff., Herm. griech. Staatsalterth. § 99, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ναυκρᾱρία: ἡ, τὸ δωδέκατον μέρος φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν τρεῖς, ναυκραρίαι δὲ δώδεκα καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι πρός τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, Πολυδ. Η΄, 108.