ῥαπτός

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαπτός Medium diacritics: ῥαπτός Low diacritics: ραπτός Capitals: ΡΑΠΤΟΣ
Transliteration A: rhaptós Transliteration B: rhaptos Transliteration C: raptos Beta Code: r(apto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stitched, patched, χιτών, κνημῖδες, Od. 24.228,229; ἐν σκυταρίοις ῥ. Anaxil.18.6; πλοῖα boats made of hides sewn together, Str.7.4.1.    2 metaph., strung together, continuous, ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί Pi.N.2.2; cf. ῥαψῳδός.    II worked with the needle: hence ῥαπτά, τά, embroidered carpets, X.HG4.1.30; ῥαπτὴ σφαῖρα a ball of divers colours, AP12.44 (Glauc.).

German (Pape)

[Seite 834] zusammengenäht, geflickt; χιτών, κνημῖδες, Od. 24, 228. 229; übh. zusammengefügt, ἔπεα, Pind. N. 2, 2. – Auch durchnäht, gestickt, od. gesteppt, τὸ ῥαπτόν, ein weicher, gesteppter Teppich, Xen. Hell. 4, 1, 30, ἐφ' ὧν καθίζουσιν οἱ Πέρσαι μαλακῶς; u. so ist wohl auch ῥαπτὴ σφαῖρα ein bunter Ball, Glauc. 1 (XII, 44).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαπτός: -ή, -όν, (ῥάπτω) ἐρραμμένος, χιτών, κνημῖδες Ὀδ. Ω. 228, 229· ἐν σκυταρίοις ῥ. Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· πλοῖα ῥ., πεποιημένα ἐκ δερμάτων συνερραμμένων, Στράβ. 308. 2) μεταφορ., συνειρμένος, «ἀραδιασμένος» κατὰ σειράν, συνεχής, ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοὶ Πινδ. Ν. 2. 2· πρβλ. ῥᾳψωδός. ΙΙ. ὁ διὰ τῆς βελόνης εἰργασμένος· ὅθεν ῥαπτόν, τό, κεντητὸς τάπης (πρβλ. consuta tapetia, Πλούτ.), Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30· ῥαπτὴ σφαῖρα, σφαῖρα ἐκ δερμάτων διαφόρων χρωμάτων συνερραμμένη, Ἀνθ. Π. 12. 44.