τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
Full diacritics: τροχᾰδην | Medium diacritics: τροχάδην | Low diacritics: τροχάδην | Capitals: ΤΡΟΧΑΔΗΝ |
Transliteration A: trochádēn | Transliteration B: trochadēn | Transliteration C: trochadin | Beta Code: troxa/dhn |
Adv., (τρέχω)
A running, βαίνειν Epigr.Gr.288 (Cyprus), A.D.Adv.198.4.
τροχάδην: [ᾰ], ἐπίρρ., (τρέχω) δρομάδην, τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ λογάδην, σποράδην, Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, τροχάδην Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.