βώμιος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, also α, ον, v. infr.: (βωμός):—
A of an altar, ἀκτὰν πάρα βώμιον S.OT183 (lyr.); βώμιοι ἐσχάραι E.Ph.274; β. ἕδρη Orph.A. 992. 2 of a suppliant, βωμία ἐφημένη at the altar, E.Supp.93, cf. S.Ant.1301; ἀμφὶ βωμίους λιτάς E.Ph.1749 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 469] auch 2 Endungen, Eur. Phoen. 281, zum Altar gehörig, auf dem Altar sitzend; Soph. Ant. 1301; βωμία ἐφημένη Eur. Suppl. 105; ἐπιστάται I. T. 1284; öfter; auch sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
βώμιος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, ἴδε κατωτ.· (βωμός)· ― ὁ ἀνήκων εἰς βωμόν, ἀκτὰν παρὰ βώμιον Σοφ. Ο. Τ. 184· βώμιοι ἐσχάραι Εὐρ. Φοιν. 274. 2) ἐπὶ ἱκέτου, βωμία ἐφημένη, παρὰ τὸν βωμόν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 93, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1301· ἀμφὶ βωμίους λιτὰς Εὐρ. Φοίν. 1750. ― βωμικός, Βull. Cor. Hell. 11, 600.