τιμαλφής

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφής Medium diacritics: τιμαλφής Low diacritics: τιμαλφής Capitals: ΤΙΜΑΛΦΗΣ
Transliteration A: timalphḗs Transliteration B: timalphēs Transliteration C: timalfis Beta Code: timalfh/s

English (LSJ)

ές, (τιμή, ἀλφεῖν)

   A fetching a prize, costly, precious, A.Fr.56, Ion Trag.43; -έστατον κτῆμα Pl.Ti.59b; πρᾶγμα χρυσοῦ -έστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. Ph. 1.157; πάντα μου τὰ -έστατα κτήματα Gal.14.66.

German (Pape)

[Seite 1114] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον κτῆμα, Plat. Tim. 59 b; φόρτος, Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφής: -ές, (τιμή, ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, τίμιος, πολυτελής, πολύτιμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον κτῆμα Πλάτ. Τίμ. 59Β· πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιμαλφής· ἔντιμος, τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».