νωθής

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθής Medium diacritics: νωθής Low diacritics: νωθής Capitals: ΝΩΘΗΣ
Transliteration A: nōthḗs Transliteration B: nōthēs Transliteration C: nothis Beta Code: nwqh/s

English (LSJ)

ές,

   A sluggish, slothful, ὄνος Il.11.559 ; ν. κῶλον E.HF819 ; ἵππος -έστερος Pl.Ap. 30e ; ν. κίνησις Arist.HA503b8 ; τὰ γόνατα νωθής Luc.Luct.16 ; of fire, dull, opp. ὀξύς, Thphr.HP5.9.3 (Comp.) ; of earth, opp. water, etc., Pl.Ti.86a (Sup.).    2 of the understanding, dull, stupid, κατεφαίνετο εἶναι -έστερος (sc. ὁ παῖς) Hdt.3.53 ; νωθὴς τὸν νόον Hp. Ep.17, cf. A.Pr.62, Pl.Plt.310e (Comp.).    II neut. νωθές as Adv., Poll.4.81 : Sup. -έστατα D.C.59.4.

Greek (Liddell-Scott)

νωθής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ νωθρός, ὀκνηρός, χαῦνος, ἐπίθ. τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 559· νωθὲς κῶλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819· ἵππος νωθέστερος Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ν. κίνησις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 7· τὰ γόνατα νωθὴς Λουκ. π. Πένθους 16. 2) νωθρός, βραδύς, ἀμβλύς, δηλ. κατὰ τὴν διάνοιαν, κατεφαίνετο εἶναι νωθέστερος (δηλ. ὁ παῖς) Ἡρόδ. 3. 53· νωθὴς τὸν νόον Ἱππ. 1283. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 62, Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. οὐδ. νωθὲς ὡς ἐπίρρ., Πολυδ. Δ΄, 81· συγκρ. -έστατα, Δίων Κ. 59, 4.