βούκερας
From LSJ
English (LSJ)
αος (also βούκερον, τό, Hippiatr.117, dat.
A -ῳ Thphr.HP8.8.5), τό, = τῆλις, Il. cc., Nic.Al.424.
German (Pape)
[Seite 456] τό, Ochsenhorn, ein Schotengewächs, Theophr.; Nic. Al. 425.
Greek (Liddell-Scott)
βούκερας: τό, φυτόν, τὸ ἄλλως καλούμενον αἰγόκερας, Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 8. 8, 5, Νικ. Ἀλ. 424.