συναράσσω

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰράσσω Medium diacritics: συναράσσω Low diacritics: συναράσσω Capitals: ΣΥΝΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: synarássō Transliteration B: synarassō Transliteration C: synarasso Beta Code: sunara/ssw

English (LSJ)

Att. συναράττω,

   A dash together, dash in pieces, crush, Hom. only in tmesi, σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς Od.9.498; σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις Il.12.384; σ. οἶκον E.HF1142; σ. τινὰ λίθοις, ὀδοῦσι, D.H.8.59, Luc.VH1.30; σ. τοὺς ἵππους D.H.5.15:—Pass., to be dashed in pieces, σύν τ' ὀστέ' ἀράχθη Od.5.426; συναραχθέντων τῶν πλοίων, by the storm, Hdt.7.170; συναράσσονται κεφαλάς have their heads broken, Id.2.63; -ομένων ὀδόντων Pancrat.Oxy.1085.19; νῆσοι σ. ἀλλήλαις Luc.VH1.41.    2 intr., dash together, of winds, Arist.Mu.397a20: of enemies, σφίσιν αὐτοῖς D.C.73.15.    II beat or hammer together, make fast, A.R.2.614, 3.1318; συνάρηρε is v.l., v. EM237.58.

German (Pape)

[Seite 1003] att. -ττω, zusammen- od. gegeneinanderschlagen, zerschmettern; als Tmesis rechnet man hierher σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις, Il. 12, 384 u. öfter, wie σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς, Od. 9, 498, ἦ γὰρ συνήραξ' οἶκον, Eur. Herc. Fur. 1142, vgl. Heracl. 379; pass., Her. 7, 170, συναράσσεσθαι κεφαλάς 2, 63; – zusammenfügen, An. Rh. 2, 616.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰράσσω: Ἀττικ. -ττω· ὁμοῦ κτυπῶ, συγκρούω, συντρίβω, παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ ἡμέων κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ ἄμυδις Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, Ἡρακλ. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ ὁμοῦ, συνάπτω στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε εἶναι ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.