ἀπαιθριάζω

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιθριάζω Medium diacritics: ἀπαιθριάζω Low diacritics: απαιθριάζω Capitals: ΑΠΑΙΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: apaithriázō Transliteration B: apaithriazō Transliteration C: apaithriazo Beta Code: a)paiqria/zw

English (LSJ)

   A expose to the air, air, Hp.Morb.3.17:—Pass., Herod. Med. ap. Orib.5.30.33.    2 ἀ. τὰς νεφέλας clear away the clouds, Ar. Av.1502.    3 intr., clear up, grow fine, of weather, Lib.Or.11.215: metaph., M.Ant.2.4.

German (Pape)

[Seite 275] 1) der freien Luft aussetzen, abkühlen, Hippocr. – 2) aufklären, νεφέλας, die Wolken zertheilen, Ar. Av. 1502, Ggstz συννεφέω; übertr., M. Antonin. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ἀδιάνδου δραχμίδα ἐμβαλὼν ἀπαιθριάσας δίδου Ἱππ. 497. 15. 2) ἀπ. τὰς νεφέλας ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω τὰ νέφη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως «ἀνοίγω» γίνομαι αἴθριος, ἀνέφελος, ὥστε ὁπότε ἀπαιθριάσειεν, ὥσπερ ἐκ μακροῦ πλοῦ σεσωσμένοι περιβάλλονται ἀλλήλοις Λιβάν. Ι. 343: - μεταφ. Μ. Ἀντων. 2, 4.