Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
θρονόομαι: ἐνθρονίζομαι, θρονούμενος κριτὴς Λέοντ. μαγ. ποιήμ. Matr. An. gr. hell. I. σ. 201.