πέλας

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλᾰς Medium diacritics: πέλας Low diacritics: πέλας Capitals: ΠΕΛΑΣ
Transliteration A: pélas Transliteration B: pelas Transliteration C: pelas Beta Code: pe/las

English (LSJ)

Adv.

   A near, hard by, c. gen., which commonly stands before π., Τηλεμάχου π. ἵστατο Od.15.257 ; Νείλου π. A. Supp.308, cf. Ag. 1038, 1671 ; καὶ τάδ' ἀγχόνης π. E. Heracl.246, cf. HF1109 ; also before its case, π. τῆς Κασταλίης Hdt.8.39, cf. 138 ; αὕτη π. σοῦ S.El. 1474 ; separated from its case, Id.Ant.580.    2 c. dat., π. ἐμβόλῳ, σκάπτῳ π., Pi. O.7.18, N.11.4 ; σοὶ π. A. Supp.208, cf. Fr.102.    3 abs., χριμφθεὶς πέλας Od.10.516 ; π. στείχειν, παρεῖναι, παραστατεῖν, E. Or.877, S.Aj.83, A. Th.669.    II οἱ π. (sc. ὄντες) one's neighbours, Democr.293, Antipho Soph.58, Hdt.1.97, Critias 15.6 D., Th. 1.69, 4.78,92, Arist. EN1169a14, etc. ; one's fellow creatures, E. Heracl. 2, Hipp.441 ; τὰ τῶν πέλας κακά, opp. τὰ οἰκήϊα, Hdt.7.152 : sg., ὁ π. one's neighbour, Id.3.142, Th.1.32 ; πᾶς τις αὑτὸν τοῦ π. μᾶλλον φιλεῖ E. Med.86 ; cf. πλησίον.    III Sup. πελαστάτω nearest, Hp. Loc. Hom. 12, 45, Mul.1.66 : a Sup. Adj. πελάστατος, η, ον, IG14.352 ii65 (Halaesa).

German (Pape)

[Seite 549] adv., nahe, nahe daran; χριμφθεὶς πέλας, Od. 10, 516 (nicht in der Il.); oft bei den Tragg., wie οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας, Aesch. Spt. 651, πέλας μάρτυς πάρεστι, Eum. 633; – c. gen., der meist voransteht, Τηλεμάχου πέλας ἵστατο, Od. 15, 257; u. so gew. bei den Tragg., τάφου πέλας, Aesch. Pers. 670, u. sonst; ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τε, Soph. O. R. 782; Eur. Hec. 486 u. öfter; u. in Prosa, Her. 8, 39. 138; – c. dat., πέλας ἐμβόλῳ, Pind. Ol. 7, 18, wie σκάπτῳ πέλας, N. 11, 4, u. mit einer praepos., παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, I. 1, 29; einzeln auch bei a. D., wie Aesch. θέλοιμ' ἂν ἤδη σοὶ πέλας θρόνους ἔχειν, Suppl. 205; – mit dem Artikel, ὁ πέλας, der Nahe, der Nachbar, aber gew. ganz allgemein, der Andere, ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς, Aesch. Prom. 335 Eum. 391; μήτ' ἐμέ, μήτε τούσδε τοὺς πέλας, Soph. O. C. 807, vgl. Ant. 475 Ai. 1130; πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ, Eur. Med. 86; Her. setzt τὰ τῶν πέλας den οἰκήϊα κακά entgegen, 7, 152, vgl. 3, 142; Thuc. 1, 32; δικαίωσις ἀπὸ τῶν ὁμοίων τοῖς πέλας ἐπιτασσομένη, 1, 141, öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πέλᾰς: Ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, ἀντίθετ. τῷ ἑκάς, μετὰ γεν., ἥτις συνήθως προτάσσεται τοῦ πέλας, ὡς Τηλεμάχου π. ἵστατο Ὀδ. Ο. 257· Νείλου π. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 308, πρβλ. Ἀγ. 1038, 1671· καὶ τόδ’ ἀγχόνης π. Εὐρ. Ἡρακλ. 246, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 1109 ἀλλὰ καὶ ἐπιτάσσεται ἡ πτῶσις, π. τῆς Κασταλίης Ἡρόδ. 8. 39, πρβλ. 138 αὕτη π. σου Σοφ. Ἠλ. 1474· καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς πτώσεως, ὅταν πέλας ἤδη τὸν Ἄιδην εἰσορῶσι τοῦ βίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 580. 2) ὡσαύτως ὡς τὸ ἐγγύς, μετὰ δοτ., Πινδ. Ο. 7. 34 (ἔνθα ἴδε Böckh), N. 11. 4· σοὶ π. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 208, πρβλ. Ἀποσπ. 101. - Μετὰ γεν. ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. prope ab aliquo loco· μετὰ δοτ., πρὸς τὸ Λατ. prope ad aliquem locum, Herm. Dial. Pind. σ. XI (Opusc. 1. σ. 254) κἑξ. 3) ἀπολ., χριμφθεὶς πέλας Ὀδ. Κ. 516· π. στείχειν, παρεῖναι, στῆναι, κτλ., συχνάκις παρὰ Τραγ. ΙΙ. οἱ πέλας (ἐξυπ. ὄντες), οἱ γείτονες, Θουκ. 1. 69., 4. 78, 92, κτλ.· ἐντεῦθεν, οἱ πλησίον, οἱ ἄνθρωποι, Ἡρόδ. 1. 97, καὶ παρὰ Τραγ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 85· παρ’ Ἡροδ. 7. 152, τὰ τῶν πέλας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ οἰκήια κακά· - ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πέλας, ὁ πλησίον, πᾶς ἄνθρωπος, Ἡρόδ. 3. 142, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 32· πρβλ. πλησίον. ΙΙΙ. ὑπερθ., πελαστάτω, πλησιαίτατα, ἐγγύτατα, Ἱππ. 413. 16., 422. 37· ἀπαντᾷ καὶ ὑπερθ. ἐπίθ. πελάστατος, η, ον, Συλλ. Ἐπιγ. 5594. 64 (ἔνθα ὅμως ὁ Franz τὰν Πέλαστα τὰν ...). - (Ἐκ τοῦ πέλας παράγεται τὸ πελάζω· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη διὰ συγκοπῆς τινος τὸ συνώνυμον πλησίον, πλησίος (οἰονεὶ πελάσιος). Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε Κουρτ. ἀρ. 367.)